βλέποι

βλέποι
βλέποῑ , βλέπω
see
pres opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επουριάζω — ἐπουριάζω (Α) 1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.) 2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ουριάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”